αντάρτικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντάρτικο τα αντάρτικα
      γενική του αντάρτικου των αντάρτικων
    αιτιατική το αντάρτικο τα αντάρτικα
     κλητική αντάρτικο αντάρτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντάρτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αντάρτικος

Ουσιαστικό

αντάρτικο ουδέτερο

  1. αντάρτικος στρατός και η όλη οργάνωσή του
  2. οι επιχειρήσεις και η τακτική ενός αντάρτικου στρατού
     συνώνυμα: ανταρτοπόλεμος
  3. (μεταφορικά) ανταρσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.