ανταρτοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανταρτοπόλεμος οι ανταρτοπόλεμοι
      γενική του ανταρτοπόλεμου
& ανταρτοπολέμου
των ανταρτοπόλεμων
& ανταρτοπολέμων
    αιτιατική τον ανταρτοπόλεμο τους ανταρτοπόλεμους
& ανταρτοπολέμους
     κλητική ανταρτοπόλεμε ανταρτοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταρτοπόλεμος < αντάρτης + -ο- + πόλεμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική guerilla war)

Ουσιαστικό

ανταρτοπόλεμος αρσενικό

  1. ο πόλεμος που διεξάγουν οι αντάρτες καθώς και η τακτική που ακολουθούν
     συνώνυμα: αντάρτικο
  2. ο πόλεμος που διεξάγεται εναντίον των ανταρτών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.