ανοσφρησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσφρησία οι ανοσφρησίες
      γενική της ανοσφρησίας των ανοσφρησιών
    αιτιατική την ανοσφρησία τις ανοσφρησίες
     κλητική ανοσφρησία ανοσφρησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανοσφρησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anosphresia (& anosrphasia) < an- αρχαία ελληνική ἀν- (στερητικό) + osphr- < ὄσφρησις, ὀσφρήσε(ως)(δείτε και olfactory) + -ia < -ία. Δείτε και το αρχαίο ἀνόσφρητον. Αναλύεται σε αν- (στερητικό α-) + όσφρησ(η) + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.no.sfɾiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανοσφρησία

Ουσιαστικό

ανοσφρησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.