ανομοιόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανομοιόμορφος | η | ανομοιόμορφη | το | ανομοιόμορφο |
| γενική | του | ανομοιόμορφου | της | ανομοιόμορφης | του | ανομοιόμορφου |
| αιτιατική | τον | ανομοιόμορφο | την | ανομοιόμορφη | το | ανομοιόμορφο |
| κλητική | ανομοιόμορφε | ανομοιόμορφη | ανομοιόμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανομοιόμορφοι | οι | ανομοιόμορφες | τα | ανομοιόμορφα |
| γενική | των | ανομοιόμορφων | των | ανομοιόμορφων | των | ανομοιόμορφων |
| αιτιατική | τους | ανομοιόμορφους | τις | ανομοιόμορφες | τα | ανομοιόμορφα |
| κλητική | ανομοιόμορφοι | ανομοιόμορφες | ανομοιόμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανομοιόμορφος < αν- + ομοιόμορφος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανομοιόμορφα
- ανομοιομορφία
- ανομοιομόρφως
- → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφος, όμοιος και μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.