ετερομερής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερομερής η ετερομερής το ετερομερές
      γενική του ετερομερούς* της ετερομερούς του ετερομερούς
    αιτιατική τον ετερομερή την ετερομερή το ετερομερές
     κλητική ετερομερή(ς) ετερομερής ετερομερές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερομερείς οι ετερομερείς τα ετερομερή
      γενική των ετερομερών των ετερομερών των ετερομερών
    αιτιατική τους ετερομερείς τις ετερομερείς τα ετερομερή
     κλητική ετερομερείς ετερομερείς ετερομερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερομερής < ελληνιστική κοινή ἑτερομερής

Επίθετο

ετερομερής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.