ανομοιομορφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανομοιομορφία | οι | ανομοιομορφίες |
| γενική | της | ανομοιομορφίας | των | ανομοιομορφιών |
| αιτιατική | την | ανομοιομορφία | τις | ανομοιομορφίες |
| κλητική | ανομοιομορφία | ανομοιομορφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανομοιομορφία < αν- + ομοιομορφία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ανομοιόμορφος, ομοιόμορφος, όμοιος και μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.