ανθυποψήφιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθυποψήφιος οι ανθυποψήφιοι
      γενική του ανθυποψηφίου
& ανθυποψήφιου
των ανθυποψηφίων
    αιτιατική τον ανθυποψήφιο τους ανθυποψηφίους
& ανθυποψήφιους
     κλητική ανθυποψήφιε ανθυποψήφιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθυποψήφιος < ανθ- (<αντί) + υποψήφιος. Νεολογισμός με κύρια χρήση στην Κύπρο για αρκετά χρόνια και περιστασιακή / σπάνια χρήση στην Ελλάδα.[1]

Ουσιαστικό

ανθυποψήφιος αρσενικό (θηλυκό ανθυποψήφια) (κυπριακά)

  1. ο υποψήφιος αντίπαλου κόμματος
  2. ένας από τους υποψήφιους για μια θέση ή αξίωμα

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • εκλογή άνευ ανθυποψηφίου

Σημειώσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Νίκου Σαραντάκου, «Ανθυποψήφια μεζεδάκια», στο sarantakos.wordpress.com (9 Φεβρουαρίου 2013)· πρόσβαση: 2020-05-05.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.