ανθυποψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανθυποψήφιος | οι | ανθυποψήφιοι |
| γενική | του | ανθυποψηφίου & ανθυποψήφιου |
των | ανθυποψηφίων |
| αιτιατική | τον | ανθυποψήφιο | τους | ανθυποψηφίους & ανθυποψήφιους |
| κλητική | ανθυποψήφιε | ανθυποψήφιοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ανθυποψήφιος αρσενικό (θηλυκό ανθυποψήφια) (κυπριακά)
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- εκλογή άνευ ανθυποψηφίου
Σημειώσεις
- η λέξη, κατά τον Νίκος Σαραντάκο, ενέχει σημασιολογική αμφισημία ή αδιαφάνεια, καθόσον «το πρόθημα “ανθυπο-” στην πράξη έχει ταυτιστεί με κάτι υποδεέστερο (ανθυπολοχαγός, κατώτερος από το λοχαγό), σε σημείο που να έχει αυτονομηθεί και να το χρησιμοποιούμε σαν μειωτικό».[1]
Αναφορές
- Βλ. Νίκου Σαραντάκου, «Ανθυποψήφια μεζεδάκια», στο sarantakos.wordpress.com (9 Φεβρουαρίου 2013)· πρόσβαση: 2020-05-05.
Μεταφράσεις
ανθυποψήφιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.