υποδεέστερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποδεέστερος | η | υποδεέστερη | το | υποδεέστερο |
| γενική | του | υποδεέστερου | της | υποδεέστερης | του | υποδεέστερου |
| αιτιατική | τον | υποδεέστερο | την | υποδεέστερη | το | υποδεέστερο |
| κλητική | υποδεέστερε | υποδεέστερη | υποδεέστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποδεέστεροι | οι | υποδεέστερες | τα | υποδεέστερα |
| γενική | των | υποδεέστερων | των | υποδεέστερων | των | υποδεέστερων |
| αιτιατική | τους | υποδεέστερους | τις | υποδεέστερες | τα | υποδεέστερα |
| κλητική | υποδεέστεροι | υποδεέστερες | υποδεέστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποδεέστερος < συγκριτικός βαθμός του επιθέτου υποδεής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.