ανθρωπομορφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανθρωπομορφισμός | οι | ανθρωπομορφισμοί |
| γενική | του | ανθρωπομορφισμού | των | ανθρωπομορφισμών |
| αιτιατική | τον | ανθρωπομορφισμό | τους | ανθρωπομορφισμούς |
| κλητική | ανθρωπομορφισμέ | ανθρωπομορφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθρωπομορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropomorphisme < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + μορφή
Ουσιαστικό
ανθρωπομορφισμός αρσενικό
- αντίληψη των ανθρώπων για τους θεούς, που απέδιδε σε αυτούς ανθρώπινα χαρακτηριστικά, με εξαίρεση την αθανασία τους και τις ξεχωριστές ικανότητες τους
- Οι θεοί, σύμφωνα με την αντίληψη του ανθρωπομορφισμού, ζήλευαν, αγαπούσαν, μισούσαν, χαίρονταν, λυπούνταν και γενικώς είχαν ανθρώπινα ελαττώματα και συναισθήματα.
- το να αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες σε φυτά, ζώα κ.ά.
Συγγενικά
- ανθρωπομορφία
- ανθρωπομορφίζω
- ανθρωπομορφικά
- ανθρωπομορφικός
- → δείτε τις λέξεις ανθρωπόμορφος, άνθρωπος και μορφή
Μεταφράσεις
ανθρωπομορφισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.