ανθοστολισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανθοστολισμένος | η | ανθοστολισμένη | το | ανθοστολισμένο |
| γενική | του | ανθοστολισμένου | της | ανθοστολισμένης | του | ανθοστολισμένου |
| αιτιατική | τον | ανθοστολισμένο | την | ανθοστολισμένη | το | ανθοστολισμένο |
| κλητική | ανθοστολισμένε | ανθοστολισμένη | ανθοστολισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανθοστολισμένοι | οι | ανθοστολισμένες | τα | ανθοστολισμένα |
| γενική | των | ανθοστολισμένων | των | ανθοστολισμένων | των | ανθοστολισμένων |
| αιτιατική | τους | ανθοστολισμένους | τις | ανθοστολισμένες | τα | ανθοστολισμένα |
| κλητική | ανθοστολισμένοι | ανθοστολισμένες | ανθοστολισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανθοστολισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.