ανθοκομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανθοκομία | οι | ανθοκομίες |
| γενική | της | ανθοκομίας | των | ανθοκομιών |
| αιτιατική | την | ανθοκομία | τις | ανθοκομίες |
| κλητική | ανθοκομία | ανθοκομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθοκομία < (καθαρεύουσα) ἀνθοκομία / ανθοκόμ(ος) + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική floriculture ή από τη γερμανική Blumenzucht.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε ανθο- + -κομία.
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.θo.koˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐κο‐μί‐α
Ουσιαστικό
ανθοκομία θηλυκό
- (βοτανική) γεωπονικός κλάδος που μελετά την καλλιέργεια (καλλωπιστικών) φυτών
Συνώνυμα
-
ανθοκομία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ανθοκομία
Αναφορές
- ανθοκομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανθοκομία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.