ανθοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανθοκαλλιέργεια | οι | ανθοκαλλιέργειες |
| γενική | της | ανθοκαλλιέργειας | των | ανθοκαλλιεργειών |
| αιτιατική | την | ανθοκαλλιέργεια | τις | ανθοκαλλιέργειες |
| κλητική | ανθοκαλλιέργεια | ανθοκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθοκαλλιέργεια < ανθο- + -καλλιέργεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.θo.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐καλ‐λι‐έρ‐γει‐α
Μεταφράσεις
ανθοκαλλιέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.