τάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τάσσομαι < αρχαία ελληνική τάσσομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τάσ‐σο‐μαι
Ρήμα
τάσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος τάσσω
- τοποθετούμαι, παίρνω θέση υπέρ ή κατά κάποιου
- δίνομαι, αφοσιώνομαι σε κάποιον
Εκφράσεις
- έκαστος εφ' ω ετάχθη
- τάσσομαι στο πλευρό κάποιου : συμμαχώ, αγωνίζομαι μαζί με κάποιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.