ανεξιστόρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξιστόρητος η ανεξιστόρητη το ανεξιστόρητο
      γενική του ανεξιστόρητου της ανεξιστόρητης του ανεξιστόρητου
    αιτιατική τον ανεξιστόρητο την ανεξιστόρητη το ανεξιστόρητο
     κλητική ανεξιστόρητε ανεξιστόρητη ανεξιστόρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξιστόρητοι οι ανεξιστόρητες τα ανεξιστόρητα
      γενική των ανεξιστόρητων των ανεξιστόρητων των ανεξιστόρητων
    αιτιατική τους ανεξιστόρητους τις ανεξιστόρητες τα ανεξιστόρητα
     κλητική ανεξιστόρητοι ανεξιστόρητες ανεξιστόρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεξιστόρητος < αν- (στερητικό α-) + εξιστορ(ώ) + -ητος < αρχαία ελληνική ἐξιστορέω / ἐξιστορῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.ksiˈsto.ɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεξιστόρητος

Επίθετο

ανεξιστόρητος, -ή, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.