εξιστορήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξιστορήσιμος | η | εξιστορήσιμη | το | εξιστορήσιμο |
| γενική | του | εξιστορήσιμου | της | εξιστορήσιμης | του | εξιστορήσιμου |
| αιτιατική | τον | εξιστορήσιμο | την | εξιστορήσιμη | το | εξιστορήσιμο |
| κλητική | εξιστορήσιμε | εξιστορήσιμη | εξιστορήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξιστορήσιμοι | οι | εξιστορήσιμες | τα | εξιστορήσιμα |
| γενική | των | εξιστορήσιμων | των | εξιστορήσιμων | των | εξιστορήσιμων |
| αιτιατική | τους | εξιστορήσιμους | τις | εξιστορήσιμες | τα | εξιστορήσιμα |
| κλητική | εξιστορήσιμοι | εξιστορήσιμες | εξιστορήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εξιστορήσιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.