αιολικό πάρκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιολικό πάρκο | τα | αιολικά πάρκα |
| γενική | του | αιολικού πάρκου | των | αιολικών πάρκων |
| αιτιατική | το | αιολικό πάρκο | τα | αιολικά πάρκα |
| κλητική | αιολικό πάρκο | αιολικά πάρκα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιολικό πάρκο < αιολικό + πάρκο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wind farm / wind-energy park)
Πολυλεκτικός όρος
αιολικό πάρκο ουδέτερο
- (οικολογία, τεχνολογία) πάρκο / μεγάλη έκταση με πολλές ανεμογεννήτριες σε συστοιχία, οι οποίες παράγουν ρεύμα, αξιοποιώντας την αιολική ενέργεια
Συνώνυμα
- αιολικός σταθμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.