γεννήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεννήτρια οι γεννήτριες
      γενική της γεννήτριας των γεννητριών
    αιτιατική τη γεννήτρια τις γεννήτριες
     κλητική γεννήτρια γεννήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεννήτρια < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική génératrice

Ουσιαστικό

γεννήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.