ανδρωνυμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρωνυμικός η ανδρωνυμική το ανδρωνυμικό
      γενική του ανδρωνυμικού της ανδρωνυμικής του ανδρωνυμικού
    αιτιατική τον ανδρωνυμικό την ανδρωνυμική το ανδρωνυμικό
     κλητική ανδρωνυμικέ ανδρωνυμική ανδρωνυμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρωνυμικοί οι ανδρωνυμικές τα ανδρωνυμικά
      γενική των ανδρωνυμικών των ανδρωνυμικών των ανδρωνυμικών
    αιτιατική τους ανδρωνυμικούς τις ανδρωνυμικές τα ανδρωνυμικά
     κλητική ανδρωνυμικοί ανδρωνυμικές ανδρωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανδρωνυμικός < ανδρωνύμ(ιο) ή ανδρώνυμ(ο) + -ικός

Επίθετο

ανδρωνυμικός, -ή, ό

  1. που αφορά, προέρχεται ή σχετίζεται με ανδρικό όνομα
  2. (κατ' επέκταση) τύπος ονόματος γυναίκας που προέρχεται από το μικρό όνομα ή το επώνυμο του συζύγου της (στο ουδέτερο, ανδρωνυμικό, ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο)
    Γιώργαινα: η γυναίκα του Γιώργου
    Ματζουράναινα: η γυναίκα του Ματζουράνη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.