ανδρογυνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδρογυνία οι ανδρογυνίες
      γενική της ανδρογυνίας των ανδρογυνιών
    αιτιατική την ανδρογυνία τις ανδρογυνίες
     κλητική ανδρογυνία ανδρογυνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανδρογυνία < (ελληνιστική κοινή) ἀνδρογυνία

Ουσιαστικό

ανδρογυνία θηλυκό

  1. η εμφάνιση μορφολογικών ή/και ιστολογικών χαρακτηριστικών και των δύο φύλων στο ίδιο άτομο
     συνώνυμα: ανδρογυνισμός, γυνανδρομορφισμός, ψευδερμαφροδιτισμός
  2. (βοτανική) η εμφάνιση θηλυκών και αρσενικών ανθών στην ίδια ταξιανθία ή το ίδιο φυτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.