ανδρειωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρειωμένος η ανδρειωμένη το ανδρειωμένο
      γενική του ανδρειωμένου της ανδρειωμένης του ανδρειωμένου
    αιτιατική τον ανδρειωμένο την ανδρειωμένη το ανδρειωμένο
     κλητική ανδρειωμένε ανδρειωμένη ανδρειωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρειωμένοι οι ανδρειωμένες τα ανδρειωμένα
      γενική των ανδρειωμένων των ανδρειωμένων των ανδρειωμένων
    αιτιατική τους ανδρειωμένους τις ανδρειωμένες τα ανδρειωμένα
     κλητική ανδρειωμένοι ανδρειωμένες ανδρειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανδρειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανδρειώνομαι

Μετοχή

ανδρειωμένος, -η, -ο

  • που χαρακτηρίζεται από ανδρεία και γενναιότητα
      Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται
    τι είναι η δικιά σου η μάνα / του Δία παιδί,
    κι η άλλη του Γέροντα της θάλασσας λογιέται
    Ομήρου Ιλιάδα, Υ 106-107, Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.