αντρειωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντρειωμένος η αντρειωμένη το αντρειωμένο
      γενική του αντρειωμένου της αντρειωμένης του αντρειωμένου
    αιτιατική τον αντρειωμένο την αντρειωμένη το αντρειωμένο
     κλητική αντρειωμένε αντρειωμένη αντρειωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντρειωμένοι οι αντρειωμένες τα αντρειωμένα
      γενική των αντρειωμένων των αντρειωμένων των αντρειωμένων
    αιτιατική τους αντρειωμένους τις αντρειωμένες τα αντρειωμένα
     κλητική αντρειωμένοι αντρειωμένες αντρειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντρειωμένος < μεσαιωνική ελληνική αντρειωμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντρειώνομαι

Μετοχή

αντρειωμένος



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.