αναπαύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπαύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπαύω < ἀνά + παύω (ανα- + παύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈpa.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπαύω

Ρήμα

αναπαύω, αόρ.: ανάπαυσα/ανέπαυσα/ανάπαψα, παθ.φωνή: αναπαύομαι, π.αόρ.: αναπαύθηκα/αναπαύτηκα, μτχ.π.π.: αναπαυμένος/(αναπαμένος)[1]

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη παύω

Κλίση

Ενεργητική φωνή: αόριστοι: ανάπαυσα, ανέπαυσα, ανάπαψα

Παθητική φωνή:

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.