ημιανάπαυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιανάπαυση οι ημιαναπαύσεις
      γενική της ημιανάπαυσης* των ημιαναπαύσεων
    αιτιατική την ημιανάπαυση τις ημιαναπαύσεις
     κλητική ημιανάπαυση ημιαναπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιαναπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιανάπαυση < (καθαρεύουσα) ημιανάπαυσις < ημι- + ανάπαυσις

Ουσιαστικό

ημιανάπαυση θηλυκό

  • (σε στρατιωτική ή γυμναστική παράταξη) η στάση του σώματος που διαδέχεται με το αντίστοιχο παράγγελμα τη στάση της προσοχής: το ένα πόδι απομακρύνεται από το άλλο, ενώ το σώμα εξακολουθεί να στέκεται ολόισιο και τεντωμένο όπως και στην προσοχή

  • ημιανάς (προφορικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.