αναπαύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈpa.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπαύομαι

Ρήμα

αναπαύομαι, π.αόρ.: αναπαύτηκα/αναπαύθηκα, μτχ.π.π.: αναπαυμένος/(αναπαμένος), (ενεργ.: αναπαύω)

  • παθητική φωνή του ρήματος αναπαύω
    1.  δείτε τη λέξη αναπαύω
    2. ειδικότερα για την παθητική φωνή:
      1. ξεκουράζομαι ή κοιμάμαι για μεσημέρι, την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης ή τη νύχτα
        Δεν μπορεί να σας μιλήσει τώρα, αναπαύεται
      2. (μεταφορικά) για τον θάνατο, την ξεκούραση από τα βάρη της ζωής: πεθαίνω, είμαι θαμμένος
        Εἰς τὴν κατάπαυσίν σου, Κύριε, ὅπου πάντες οἱ Ἅγιοί σου ἀναπαύονται, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου
      3. (ειρωνικό) για παραμέληση υποχρεώσεων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.