αναπαύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈpa.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐παύ‐ο‐μαι
Ρήμα
αναπαύομαι, π.αόρ.: αναπαύτηκα/αναπαύθηκα, μτχ.π.π.: αναπαυμένος/(αναπαμένος), (ενεργ.: αναπαύω)
- παθητική φωνή του ρήματος αναπαύω
- → δείτε τη λέξη αναπαύω
- ειδικότερα για την παθητική φωνή:
- ξεκουράζομαι ή κοιμάμαι για μεσημέρι, την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης ή τη νύχτα
- Δεν μπορεί να σας μιλήσει τώρα, αναπαύεται
- (μεταφορικά) για τον θάνατο, την ξεκούραση από τα βάρη της ζωής: πεθαίνω, είμαι θαμμένος
- Εἰς τὴν κατάπαυσίν σου, Κύριε, ὅπου πάντες οἱ Ἅγιοί σου ἀναπαύονται, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου
- (ειρωνικό) για παραμέληση υποχρεώσεων
- ξεκουράζομαι ή κοιμάμαι για μεσημέρι, την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης ή τη νύχτα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναπαύω
Κλίση
- → δείτε την κλίση στο αναπαύω
Μεταφράσεις
για ξεκούραση
|
για θάνατο
|
για μεσημαριανό ύπνο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.