επαναπαύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαναπαύω < (ελληνιστική κοινή) ἐπαναπαύω
Ρήμα
επαναπαύω, παθ. φωνή: επαναπαύομαι, παθ.μτχ.: επαναπαυμένος
- κάνω κάποιον να μείνει αδρανής δίνοντάς του την εντύπωση ότι αυτά που έχει αποκτήσει ή καταφέρει μέχρι τώρα είναι αρκετά
Μεταφράσεις
επαναπαύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.