αναβίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναβίωση | οι | αναβιώσεις |
| γενική | της | αναβίωσης* | των | αναβιώσεων |
| αιτιατική | την | αναβίωση | τις | αναβιώσεις |
| κλητική | αναβίωση | αναβιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναβιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναβίωση < (ελληνιστική κοινή) ἀναβίωσις
Συνώνυμα
- αναγέννηση
- ανανέωση
- ξαναζήσιμο
- ξαναζωντάνεμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναβιώνω
Μεταφράσεις
αναβίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.