ανακρυστάλλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακρυστάλλωση | οι | ανακρυσταλλώσεις |
| γενική | της | ανακρυστάλλωσης* | των | ανακρυσταλλώσεων |
| αιτιατική | την | ανακρυστάλλωση | τις | ανακρυσταλλώσεις |
| κλητική | ανακρυστάλλωση | ανακρυσταλλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακρυσταλλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακρυστάλλωση < ανα- + κρυσταλλώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική recristallisation)
Ουσιαστικό
ανακρυστάλλωση θηλυκό
- η εκ νέου κρυστάλλωση
- η αφαίρεση των ξένων προσμείξεων ενός σώματος με διάλυση της κρυσταλλικής δομής του και την επανασύνθεσή της
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρύσταλλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.