επανασύνθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανασύνθεση οι επανασυνθέσεις
      γενική της επανασύνθεσης* των επανασυνθέσεων
    αιτιατική την επανασύνθεση τις επανασυνθέσεις
     κλητική επανασύνθεση επανασυνθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανασυνθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανασύνθεση < επανα- + σύνθεση

Ουσιαστικό

επανασύνθεση θηλυκό

  1. η εκ νέου σύνθεση
  2. (γλωσσολογία)  δείτε τη λέξη ανασύνθεση

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σύνθεση και θέτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.