οστάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οστάριο τα οστάρια
      γενική του οσταρίου
& οστάριου
των οσταρίων
    αιτιατική το οστάριο τα οστάρια
     κλητική οστάριο οστάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστάριο < ελληνιστική κοινή ὀστάριον < αρχαία ελληνική ὀστοῦν

Ουσιαστικό

οστάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.