αναβιώσεως

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.viˈo.se.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναβιώσεως

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναβιώσεως θηλυκό

  1. λόγιος τύπος του αναβίωσης (γενική ενικού του αναβίωση)
  2. (καθαρεύουσα) μονοτονική γραφή του ἀναβιώσεως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.