αναβίωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβίωμα τα αναβιώματα
      γενική του αναβιώματος των αναβιωμάτων
    αιτιατική το αναβίωμα τα αναβιώματα
     κλητική αναβίωμα αναβιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβίωμα < αναβιώνω + -μα

Ουσιαστικό

αναβίωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.