ανέλπιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανέλπιστα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ανέλπιστα

  • κατά ανέλπιστο τρόπο, χωρίς να το περιμένει κανείς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.