ανάνθιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάνθιστος η ανάνθιστη το ανάνθιστο
      γενική του ανάνθιστου της ανάνθιστης του ανάνθιστου
    αιτιατική τον ανάνθιστο την ανάνθιστη το ανάνθιστο
     κλητική ανάνθιστε ανάνθιστη ανάνθιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάνθιστοι οι ανάνθιστες τα ανάνθιστα
      γενική των ανάνθιστων των ανάνθιστων των ανάνθιστων
    αιτιατική τους ανάνθιστους τις ανάνθιστες τα ανάνθιστα
     κλητική ανάνθιστοι ανάνθιστες ανάνθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανάνθιστος < αν- + ανθίζω + -τος

Επίθετο

ανάνθιστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει άνθη
     συνώνυμα: αλουλούδιαστος, ανανθής, άνανθος
     αντώνυμα: ανθισμένος
  2. (μεταφορικά) που δεν βρίσκεται στην ακμή του
     συνώνυμα: παρακμασμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.