ανανήφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανανήφω < αρχαία ελληνική ἀνανήφω
Ρήμα
ανανήφω, αόριστος ανένηψα
- συνέρχομαι μετά από χειρουργική επέμβαση στην οποία μου χορηγήθηκε νάρκωση
- επανέρχομαι σε πολιτικό ή ιδεολογικό χώρο ο οποίος θεωρείται κοινώς αποδεκτός ή από τον οποίο έχω αποχωρήσει
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.