ἀνανήφω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνανήφω < ανά + νήφω (=είμαι νηφάλιος, εγκρατής, δεν πίνω κρασί).

Ρήμα

ἀνανήφω επανέρχομαι στις αισθήσεις μου.

  • ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.