ανάλαφρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάλαφρα < ανάλαφρος

Επίρρημα

ανάλαφρα

  1. με τρόπο ανάλαφρο, απαλά, αέρινα, όχι βαριά, ούτε συρτά
    περπατά ανάλαφρα
    χορεύει ανάλαφρα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανάλαφρα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.