ανάλαφρα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανάλαφρα
<
ανάλαφρος
Επίρρημα
ανάλαφρα
με τρόπο ανάλαφρο,
απαλά
,
αέρινα
, όχι
βαριά
, ούτε
συρτά
περπατά
ανάλαφρα
χορεύει
ανάλαφρα
Μεταφράσεις
ανάλαφρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανάλαφρα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανάλαφρο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.