lightweight
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
lightweight
<
light
+
weight
Προφορά
ΔΦΑ
: /
laɪtˈweɪt
/
(
ΗΠΑ
)
ⓘ
Επίθετο
lightweight
(en)
ελαφρύς
(
πληροφορική
)
το
πρόγραμμα
που η λειτουργία του δεν απαιτεί σημαντικούς
πόρους
(
CPU
,
μνήμη
, κλπ.) από τον
υπολογιστή
light-weight
(
πληροφορική
) Lightweight software
στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.