αμφιταλαντευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφιταλαντευόμενος | η | αμφιταλαντευόμενη | το | αμφιταλαντευόμενο |
| γενική | του | αμφιταλαντευόμενου | της | αμφιταλαντευόμενης | του | αμφιταλαντευόμενου |
| αιτιατική | τον | αμφιταλαντευόμενο | την | αμφιταλαντευόμενη | το | αμφιταλαντευόμενο |
| κλητική | αμφιταλαντευόμενε | αμφιταλαντευόμενη | αμφιταλαντευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφιταλαντευόμενοι | οι | αμφιταλαντευόμενες | τα | αμφιταλαντευόμενα |
| γενική | των | αμφιταλαντευόμενων | των | αμφιταλαντευόμενων | των | αμφιταλαντευόμενων |
| αιτιατική | τους | αμφιταλαντευόμενους | τις | αμφιταλαντευόμενες | τα | αμφιταλαντευόμενα |
| κλητική | αμφιταλαντευόμενοι | αμφιταλαντευόμενες | αμφιταλαντευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμφιταλαντευόμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αμφιταλαντεύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɱ.fi.ta.lan.deˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φι‐τα‐λα‐ντευ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
αμφιταλαντευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- που αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο αντίθετων γνωμών, αποφάσεων
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αμφιταλαντευόμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.