αμφιταλαντεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμφιταλαντεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω (ισοζυγίζω) με σχηματισμό παθητικού τύπου (-ομαι) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vaciller) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε αμφι- + ταλαντεύομαι
Ρήμα
αμφιταλαντεύομαι, μτχ.π.ε.: αμφιταλαντευόμενος, π.αόρ.: αμφιταλαντεύτηκα (αποθετικό ρήμα)
- δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές και καταλήγω σε μια απόφαση
- ※ Μεταξύ δύο λύσεων για το ελληνικό δημόσιο χρέος αμφιταλαντεύονται οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης. (εφ. Ελευθεροτυπία, 10/6/2011)
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αμφιταλαντεύομαι | αμφιταλαντευόμουν(α) | θα αμφιταλαντεύομαι | να αμφιταλαντεύομαι | αμφιταλαντευόμενος | |
| β' ενικ. | αμφιταλαντεύεσαι | αμφιταλαντευόσουν(α) | θα αμφιταλαντεύεσαι | να αμφιταλαντεύεσαι | (αμφιταλαντεύου) | |
| γ' ενικ. | αμφιταλαντεύεται | αμφιταλαντευόταν(ε) | θα αμφιταλαντεύεται | να αμφιταλαντεύεται | ||
| α' πληθ. | αμφιταλαντευόμαστε | αμφιταλαντευόμαστε αμφιταλαντευόμασταν |
θα αμφιταλαντευόμαστε | να αμφιταλαντευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αμφιταλαντεύεστε | αμφιταλαντευόσαστε αμφιταλαντευόσασταν |
θα αμφιταλαντεύεστε | να αμφιταλαντεύεστε | (αμφιταλαντεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αμφιταλαντεύονται | αμφιταλαντεύονταν αμφιταλαντευόντουσαν |
θα αμφιταλαντεύονται | να αμφιταλαντεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αμφιταλαντεύτηκα | θα αμφιταλαντευτώ | να αμφιταλαντευτώ | αμφιταλαντευτεί | ||
| β' ενικ. | αμφιταλαντεύτηκες | θα αμφιταλαντευτείς | να αμφιταλαντευτείς | αμφιταλαντεύσου | ||
| γ' ενικ. | αμφιταλαντεύτηκε | θα αμφιταλαντευτεί | να αμφιταλαντευτεί | |||
| α' πληθ. | αμφιταλαντευτήκαμε | θα αμφιταλαντευτούμε | να αμφιταλαντευτούμε | |||
| β' πληθ. | αμφιταλαντευτήκατε | θα αμφιταλαντευτείτε | να αμφιταλαντευτείτε | αμφιταλαντευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αμφιταλαντεύτηκαν αμφιταλαντευτήκαν(ε) |
θα αμφιταλαντευτούν(ε) | να αμφιταλαντευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αμφιταλαντευτεί | είχα αμφιταλαντευτεί | θα έχω αμφιταλαντευτεί | να έχω αμφιταλαντευτεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αμφιταλαντευτεί | είχες αμφιταλαντευτεί | θα έχεις αμφιταλαντευτεί | να έχεις αμφιταλαντευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αμφιταλαντευτεί | είχε αμφιταλαντευτεί | θα έχει αμφιταλαντευτεί | να έχει αμφιταλαντευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αμφιταλαντευτεί | είχαμε αμφιταλαντευτεί | θα έχουμε αμφιταλαντευτεί | να έχουμε αμφιταλαντευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αμφιταλαντευτεί | είχατε αμφιταλαντευτεί | θα έχετε αμφιταλαντευτεί | να έχετε αμφιταλαντευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αμφιταλαντευτεί | είχαν αμφιταλαντευτεί | θα έχουν αμφιταλαντευτεί | να έχουν αμφιταλαντευτεί | ||
Αναφορές
- αμφιταλαντεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- αμφιταλαντεύομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αμφιταλαντεύομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.