αμετροφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμετροφαγία οι αμετροφαγίες
      γενική της αμετροφαγίας των αμετροφαγιών
    αιτιατική την αμετροφαγία τις αμετροφαγίες
     κλητική αμετροφαγία αμετροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμετροφαγία < άμετρος + -ο- + -φαγία

Ουσιαστικό

αμετροφαγία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.