πολυφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυφαγία οι πολυφαγίες
      γενική της πολυφαγίας των πολυφαγιών
    αιτιατική την πολυφαγία τις πολυφαγίες
     κλητική πολυφαγία πολυφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυφαγία < πολύ- + -φαγία

Ουσιαστικό

πολυφαγία θηλυκό

  • η υπερβολική κατανάλωση φαγητού
      Η πολυφαγία μοιάζει να είναι από τη μια «χάνω τον έλεγχο της συγκράτησης της ανάγκης για ευχαρίστηση» και χρησιμοποιώ υποκατάστατη ευχαρίστηση, δηλαδή την τροφή, τη γεύση της και από την άλλη ταυτόχρονα μου επιτίθεμαι, με τιμωρώ που έχασα τον έλεγχο και μου «βγήκε» η επιθυμία. ( Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11.06.2017)
     συνώνυμα: υπερφαγία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.