prolixe
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
prolixe
prolixes
Επίθετο
prolixe
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
φλύαρος
,
πολυλογάς
, που έχει τάση να χάνεται σε λεπτομέρειες στους λόγους του και στα γραπτά του
Συγγενικά
prolixement
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.