κηλίδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηλίδωση οι κηλιδώσεις
      γενική της κηλίδωσης* των κηλιδώσεων
    αιτιατική την κηλίδωση τις κηλιδώσεις
     κλητική κηλίδωση κηλιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κηλιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηλίδωση < κηλιδώνω

Ουσιαστικό

κηλίδωση θηλυκό

  1. ενέργεια που κηλιδώνει, ντροπιάζει
    Αὐτὸ ἀποτελεῖ , ἂν χρειαστεῖ , μιὰ ἐπιπλέον ἀπόδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ μύθου : ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ τοῦ ἔρωτα γιὰ τὴ μητέρα, ἡ κηλίδωση τῆς «παιδίσκης» καὶ ἡ ἀνεξίτηλη ἐνοχή (Guy Saunier, Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, εκδ. Άγρα, 2001, σελ. 372)
  2. δημιουργία κηλίδας ή κηλίδων
      Μειονέκτημα του ιωδίου είναι η κηλίδωση του δέρματος και των υφασμάτων και η πρόκληση ευαισθησίας στο δέρμα ορισμένων ατόμων (Δελτίον: Acta microbiologica Hellenica, τομ. 36, Ελληνική Μικροβιολογική και Υγειονολογική Εταιρεία, 1991, 561)
  3. ασθένεια φυτών κατά την οποία δημιουργούνται κηλίδες στα φύλλα τους ή τους καρπούς τους
      Στις εναέριες καταβολάδες του φυτού Ficus elastica η δακτυλίωση συνοδεύεται από κηλίδωση και μάρανση των φύλλων, η οποία όπως διαπιστώθηκε, οφείλεται στη μείωση της ικανότητας μεταφοράς νερού στον βλαστό (Επιστημονική επετηρίδα του τμήματος Γεωπονίας της Σχολής Γεωτεχνικών Επιστημών, τόμ. 30, 1993, σελ. 143)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.