μαγειρευτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγειρευτός | η | μαγειρευτή | το | μαγειρευτό |
| γενική | του | μαγειρευτού | της | μαγειρευτής | του | μαγειρευτού |
| αιτιατική | τον | μαγειρευτό | τη | μαγειρευτή | το | μαγειρευτό |
| κλητική | μαγειρευτέ | μαγειρευτή | μαγειρευτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγειρευτοί | οι | μαγειρευτές | τα | μαγειρευτά |
| γενική | των | μαγειρευτών | των | μαγειρευτών | των | μαγειρευτών |
| αιτιατική | τους | μαγειρευτούς | τις | μαγειρευτές | τα | μαγειρευτά |
| κλητική | μαγειρευτοί | μαγειρευτές | μαγειρευτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μαγειρευτός -ή -ό
- που έχει μαγειρευτεί στην κατσαρόλα ή έχει ψηθεί στο φούρνο, σε αντίθεση με κάτι που έχει ψηθεί στα κάρβουνα
Μεταφράσεις
μαγειρευτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.