αμάραντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμάραντος | η | αμάραντη | το | αμάραντο |
| γενική | του | αμάραντου | της | αμάραντης | του | αμάραντου |
| αιτιατική | τον | αμάραντο | την | αμάραντη | το | αμάραντο |
| κλητική | αμάραντε | αμάραντη | αμάραντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμάραντοι | οι | αμάραντες | τα | αμάραντα |
| γενική | των | αμάραντων | των | αμάραντων | των | αμάραντων |
| αιτιατική | τους | αμάραντους | τις | αμάραντες | τα | αμάραντα |
| κλητική | αμάραντοι | αμάραντες | αμάραντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμάραντος < (ελληνιστική κοινή) ἀμάραντος < ἀ- + μαραίνω
Αντώνυμα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμάραντος | οι | αμάραντοι |
| γενική | του | αμάραντου | των | αμάραντων |
| αιτιατική | τον | αμάραντο | τους | αμάραντους |
| κλητική | αμάραντε | αμάραντοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμάραντος αρσενικό
- (φυτό) αγριολούλουδο με την επιστημονική ονομασία Λειμώνιο το Κολπωτό, που μαραίνεται δύσκολα. Ο ελίχρυσος.
- Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει. (Δημοτικό τραγόυδι)
- Αμάραντος: τοπωνύμιο πολλών ελληνικών τόπων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.