αμάραντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμάραντο | τα | αμάραντα |
| γενική | του | αμάραντου | των | αμάραντων |
| αιτιατική | το | αμάραντο | τα | αμάραντα |
| κλητική | αμάραντο | αμάραντα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμάραντο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αμάραντος
Ουσιαστικό
αμάραντο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- (φυτό) κοινή ονομασία διαφόρων ειδών φυτών, όπως του Limonium sinuatum
Μεταφράσεις
αμάραντο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.