primer

Αγγλικά (en)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

primer (en)

Ουσιαστικό

primer (en)

  • αλφαβητάρι, αναγνωστικό. Γενικότερα, ένα βιβλίο που περιέχει τις εισαγωγικές έννοιες ενός αντικειμένου
  • πρώτο χέρι μπογιάς



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /pʁi.me/

Ρήμα

primer (fr)

Συγγενικά



Καταλανικά (ca)

Επίρρημα

primer (ca)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.