αλυτρωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλυτρωτισμός | οι | αλυτρωτισμοί |
| γενική | του | αλυτρωτισμού | των | αλυτρωτισμών |
| αιτιατική | τον | αλυτρωτισμό | τους | αλυτρωτισμούς |
| κλητική | αλυτρωτισμέ | αλυτρωτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλυτρωτισμός < αλύτρωτ(ος) + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.tɾo.tiˈzmos/
Ουσιαστικό
αλυτρωτισμός αρσενικό
- εθνικιστική προσπάθεια απελευθέρωσης ομοεθνών που θεωρούνται υποδουλωμένοι
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλυτρωτικά
- αλυτρωτικός
- αλυτρωτιστής
- → δείτε τις λέξεις αλύτρωτος και λύτρα
Μεταφράσεις
αλυτρωτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.