αλυτρωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυτρωτισμός οι αλυτρωτισμοί
      γενική του αλυτρωτισμού των αλυτρωτισμών
    αιτιατική τον αλυτρωτισμό τους αλυτρωτισμούς
     κλητική αλυτρωτισμέ αλυτρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλυτρωτισμός < αλύτρωτ(ος) + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.li.tɾo.tiˈzmos/

Ουσιαστικό

αλυτρωτισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.