αλυτρωτιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυτρωτιστής οι αλυτρωτιστές
      γενική του αλυτρωτιστή των αλυτρωτιστών
    αιτιατική τον αλυτρωτιστή τους αλυτρωτιστές
     κλητική αλυτρωτιστή αλυτρωτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλυτρωτιστής < αλυτρωτισμός + -ιστής

Ουσιαστικό

αλυτρωτιστής αρσενικό

Συγγενικά

  • ιρρεδεντιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.