ιρρεδεντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιρρεδεντισμός οι ιρρεδεντισμοί
      γενική του ιρρεδεντισμού των ιρρεδεντισμών
    αιτιατική τον ιρρεδεντισμό τους ιρρεδεντισμούς
     κλητική ιρρεδεντισμέ ιρρεδεντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιρρεδεντισμός < ιταλική irredentismo < irredento < redento

Ουσιαστικό

ιρρεδεντισμός αρσενικό

  1. (ιστορία) ιταλικό κίνημα του 1870 κατά την ενοποίηση της Ιταλίας, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση αλύτρωτων ιταλικών εδαφών
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) ο αλυτρωτισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.